ἱστία

Revision as of 16:45, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἰστία, ἱστίη, Ἱστίη, Ἱστιαία,

   A v. ἑστία. Ἱστιαϊκός, ή, όν, Histiaean, of currency, BCH2.579, 6.51, 35.260 (Delos). ἱστίασις, εως, ἡ,= ἑστίασις, POxy.471.53 (ii A.D.). ἱστιατορία, ἡ,= ἑστ., feast, PTeb.584 (ii A.D.). ἱστιάτωρ, v. ἑστιάτωρ. ἱστιητόριον, and ἰσο-ᾱτόριον, v. ἑστιατόριον.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. de ἱστιάω, ion. c. ἑστιάω;
pl. de ἱστίον.

Greek Monolingual

ἱστία και ἱστίη και Ἱστίη και Ἱστιαία, ἡ (Α)
βλ. εστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρικός, βοιωτικός και αρκαδικός παράλλ. τ. του ἑστία. Για την ερμηνεία του - βλ. λ. εστία].

Frisk Etymological English

-ίη Meaning: hearth
See also: s. ἑστία.

Frisk Etymology German

ἱστία: -ίη
{histía}
Meaning: Herd
See also: s. ἑστία.
Page 1,739