ὠτάριον

From LSJ
Revision as of 17:10, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠτάριον Medium diacritics: ὠτάριον Low diacritics: ωτάριον Capitals: ΩΤΑΡΙΟΝ
Transliteration A: ōtárion Transliteration B: ōtarion Transliteration C: otarion Beta Code: w)ta/rion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of οὖς,

   A a little ear, Anaxandr.43; ὠτάρι' ὕεια Alex.110.16; later simply = οὖς, AP11.75 (Lucill.); Ev.Jo.18.10.    II metaph., handle of a vessel, Parth. ap. Ath.11.783c; ὠτάρια κάδου IG7.3498.18 (Oropus, iii B. C.), cf. BGU781i15, Inscr.Délos 421.54 (ii B. C.).    III the ormer or Haliotis, Ath.3.87f.

Greek (Liddell-Scott)

ὠτάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ οὖς, μικρὸν οὖς, Ἀναξανδρίδης ἐν «Σατυρίᾳ» 1, Ἀνθ. Π. 11. 75· ὠτάρι’ ὕεια Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 16. ΙΙ. μεταφορ., λαβὴ ἀγγείου, Ἀθήν. 783Β. 2) ὀστρακόδερμόν τι ὅμοιον λεπάδι, αὐτόθι 87F, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 150, 157.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de οὖς.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ.
1. μικρό αφτί, αφτάκι
2. λαβή αγγείου
3. είδος οστρακόδερμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].

Greek Monotonic

ὠτάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του οὖς, μικρό αυτί, αυτάκι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὠτάριον: (ᾰ) οὖς τό ушко Anth.

Middle Liddell

ὠτά˘ριον, ου, τό, [Dim. of οὖς]
a little ear, Anth.

Chinese

原文音譯:çt⋯on 哦提按
詞類次數:名詞(5)
原文字根:耳 相當於: (אֹזֶן‎)
字義溯源:耳朵,外耳,耳;源自(οὖς)*=耳)
出現次數:總共(3);太(1);路(1);約(1)
譯字彙編
1) 耳朵(3) 太26:51; 路22:51; 約18:26