ῥεμβώδης

From LSJ
Revision as of 17:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥεμβώδης Medium diacritics: ῥεμβώδης Low diacritics: ρεμβώδης Capitals: ΡΕΜΒΩΔΗΣ
Transliteration A: rhembṓdēs Transliteration B: rhembōdēs Transliteration C: remvodis Beta Code: r(embw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A roving, rolling, βλέμμα Plu.2.45d.    2 metaph., desultory, remiss, πολιορκία Plb.16.39.2; διατριβαί idle, Plu. Dio 7; τὸ ῥ. (ῥομβ- codd.) καὶ ἀκόλαστον Id.2.715c; ῥ. πυρετοί irregular, opp. περιοδικοί, Chrysipp. ap. Gal.5.433 (ῥομβ- codd.). Adv. -δῶς Hsch. s.v. σκαλαπάζειν (-αδῶς cod.).

German (Pape)

[Seite 838] ες, = ῥεμβοειδής; βλέμμα, Plut. de audit. p. 148; ἀεί τινας διατριβὰς ἐμνῶντο ῥεμβώδεις περὶ πότους, Dion. 7; – auch vernachlässigt, Suid; u. Pol. 16, 39, 2, ῥεμβώδους γενομένης τῆς πολιορκίας, da sie nachlässig, planlos betrieben wurde.

Greek (Liddell-Scott)

ῥεμβώδης: -ες, (εἶδος) πλανώμενος περιφερόμενος, βλέμμα Πλούτ. 2. 45D· διατριβαὶ ὁ αὐτ. ἐν Δίωνι 7. 2) μεταφορ., ἀμελής, χαλαρός, πολιορκία Πολύβ. 16. 39, 2· τὸ ῥεμβῶδες (κοιν. ῥομβ-) καὶ ἀκόλαστον Πλούτ. 2. 715C. - Ἐπίρρ. -δῶς Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
vacillant, agité, incertain.
Étymologie: ῥέμβω, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / ῥεμβώδης, -ῶδες, ΝΜΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει την τάση να ρεμβάζει, ο ονειροπόλος
μσν.-αρχ.
1. αυτός που περιφέρεται άσκοπα, που τριγυρίζει εδώ κι εκεί
2. ο νωθρός, ο αμελής
αρχ.
(για πυρετό) άρρυθμος, ακατάστατος, μη περιοδικός.
επίρρ...
ῥεμβωδῶς Α
με τρόπο ρεμβώδη, με νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο υποχωρητικά από το ρ. ῥέμβομαι με κατάλ. -ώδης, το οποίο χρησιμοποιείται συχνότερα από το επίθ. ῥεμβός].

Greek Monotonic

ῥεμβώδης: -ες (εἶδος), περιπλανώμενος, περιφερόμενος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ῥεμβώδης:
1) блуждающий (βλέμμα Plut.);
2) беспорядочный (πολιορκία Polyb.; ἔρωτες καὶ διατριβαί Plut.).

Middle Liddell

ῥεμβ-ώδης, ες εἶδος
roving, rolling, Plut.