ῥεμβώδης
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
ες,
A roving, rolling, βλέμμα Plu.2.45d. 2 metaph., desultory, remiss, πολιορκία Plb.16.39.2; διατριβαί idle, Plu. Dio 7; τὸ ῥ. (ῥομβ- codd.) καὶ ἀκόλαστον Id.2.715c; ῥ. πυρετοί irregular, opp. περιοδικοί, Chrysipp. ap. Gal.5.433 (ῥομβ- codd.). Adv. -δῶς Hsch. s.v. σκαλαπάζειν (-αδῶς cod.).
German (Pape)
[Seite 838] ες, = ῥεμβοειδής; βλέμμα, Plut. de audit. p. 148; ἀεί τινας διατριβὰς ἐμνῶντο ῥεμβώδεις περὶ πότους, Dion. 7; – auch vernachlässigt, Suid; u. Pol. 16, 39, 2, ῥεμβώδους γενομένης τῆς πολιορκίας, da sie nachlässig, planlos betrieben wurde.
Greek (Liddell-Scott)
ῥεμβώδης: -ες, (εἶδος) πλανώμενος περιφερόμενος, βλέμμα Πλούτ. 2. 45D· διατριβαὶ ὁ αὐτ. ἐν Δίωνι 7. 2) μεταφορ., ἀμελής, χαλαρός, πολιορκία Πολύβ. 16. 39, 2· τὸ ῥεμβῶδες (κοιν. ῥομβ-) καὶ ἀκόλαστον Πλούτ. 2. 715C. - Ἐπίρρ. -δῶς Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
vacillant, agité, incertain.
Étymologie: ῥέμβω, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / ῥεμβώδης, -ῶδες, ΝΜΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει την τάση να ρεμβάζει, ο ονειροπόλος
μσν.-αρχ.
1. αυτός που περιφέρεται άσκοπα, που τριγυρίζει εδώ κι εκεί
2. ο νωθρός, ο αμελής
αρχ.
(για πυρετό) άρρυθμος, ακατάστατος, μη περιοδικός.
επίρρ...
ῥεμβωδῶς Α
με τρόπο ρεμβώδη, με νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο υποχωρητικά από το ρ. ῥέμβομαι με κατάλ. -ώδης, το οποίο χρησιμοποιείται συχνότερα από το επίθ. ῥεμβός].
Greek Monotonic
ῥεμβώδης: -ες (εἶδος), περιπλανώμενος, περιφερόμενος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ῥεμβώδης:
1) блуждающий (βλέμμα Plut.);
2) беспорядочный (πολιορκία Polyb.; ἔρωτες καὶ διατριβαί Plut.).