σύμβλημα

From LSJ
Revision as of 23:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμβλημα Medium diacritics: σύμβλημα Low diacritics: σύμβλημα Capitals: ΣΥΜΒΛΗΜΑ
Transliteration A: sýmblēma Transliteration B: symblēma Transliteration C: symvlima Beta Code: su/mblhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A joint, seam, LXX Is.41.7.    II assault-at-arms, gymnastic contest, POxy.42.2 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 978] τό, Verbindung, Fuge, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σύμβλημα: τό, ἕνωσις, συναφή, ῥαφή, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΜΑ΄, 7).

Greek Monolingual

το, ΝΑ συμβάλλω
νεοελλ.
1. καθένα από τα κομμάτια ενός συνόλου, όπως λ.χ. του ιστού του πλοίου
2. ο σύνδεσμος που ενώνει τα κομμάτια αυτά
αρχ.
1. ένωση, ραφή
2. γυμναστικός αγώνας.

Greek Monolingual

το, ΝΑ συμβάλλω
νεοελλ.
1. καθένα από τα κομμάτια ενός συνόλου, όπως λ.χ. του ιστού του πλοίου
2. ο σύνδεσμος που ενώνει τα κομμάτια αυτά
αρχ.
1. ένωση, ραφή
2. γυμναστικός αγώνας.