ἀταραξία

From LSJ
Revision as of 00:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτᾰραξία Medium diacritics: ἀταραξία Low diacritics: αταραξία Capitals: ΑΤΑΡΑΞΙΑ
Transliteration A: ataraxía Transliteration B: ataraxia Transliteration C: ataraksia Beta Code: a)taraci/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A impassiveness, calmness, Democr. ap. Stob.2.7.3i, Hp.Ep.12, Epicur.Ep.1p.30U., Phld.Oec.p.63 J., Cic.Fam.15.19.2, Hero Bel.71.2, Plu.2.101b, Plot. 1.4.1, etc.; prob. f.l. for ἀταξία in Hp.Praec.14.

German (Pape)

[Seite 383] ἡ, Leidenschaftslosigkeit, Gemüthsruhe, Hippocr.; Epicur. bei D. L. 10, 82; Herodian. 2, 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτᾰραξία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀπάθεια, ψυχρότης, ἠρεμία, Δημόκρ. σ. 416 Mullach., Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 82, Πλούτ. 2. 101Β, κτλ.· ἐπί ἀσθενείας ἀντίθετον τῷ ταραχή, Ἱππ. 28. 45.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
absence de trouble, calme, tranquillité d’âme.
Étymologie: ἀ, ταράσσω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -ίη Hp.Ep.12, Praec.14, Aret.CA 2.2.2
1 fil. ausencia de turbación, tranquilidad de ánimo τὴν δ' <εὐδαιμονίαν> ... συμμετρίαν καὶ ἀταραξίαν καλεῖ Stob.2.7.3i (= Democr.A 167), ἀταραξίης ἐπιθυμίῃ Hp.Ep.12, ἡ μὲν γὰρ ἀταραξία καὶ <ἡ> ἀπονία καταστηματικαί εἰσιν ἡδοναί Epicur.Fr.[7] 2, cf. Ep.[2].82, Perict.p.144, Polystr.Contempt.21.4, LXX 4Ma.8.26, Phld.Oec.p.63, Plu.2.101b, M.Ant.9.31, Diog.Oen.2.1.11, Plot.1.4.1, Arr.Epict.3.26.13, Cic.Fam.15.19.2, Hero Bel.71.2, S.E.P.1.29, Clem.Al.Strom.4.7.55, Paed.2.7.58, Gr.Naz.M.37.388A, Gr.Nyss.Hom.in Cant.103.4, Cyr.Al.M.69.928C
gener. ψυχῆς ἀταραξία Aret.l.c.
2 medic. quietud, situación estacionaria νούσου Hp.Praec.14.

Greek Monolingual

η (AM ἀταραξία) ατάρακτος
μέτρο συμπεριφοράς, συμμετρία, έλλειψη ταραχής και θαυμασμού
νεοελλ.
1. η έλλειψη ταραχής, η ηρεμία
2. (νευρολ.) ηρεμία που οφείλεται σε έλλειψη νευροψυχικών αντιδράσεων.

Russian (Dvoretsky)

ἀτᾰραξία: ἡ невозмутимость, хладнокровие, спокойствие Dem., Plut., Diog. L.