ἵλαος
Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst
English (LSJ)
[v. sub fin.], ον, Ep. and Lyr. (incl. lyr. of Trag., A.Eu.1040, S.OC1480, Ar.Th.1148): irreg. gen.
A ἱλάονος UPZ1.8 (iv B.C.); Att. and later ἵλεως, ων (also in Herod.4.25, v.l. for ἵλεον in Hdt.6.91), dual ἵλεω Pl.Euthd.273e; nom. pl. ἵλεῳ S.OC44, X.Mem.1.1.9 (later ἵλεως indecl. as nom. pl., SIG985.47 (Philadelphia, ii or i B.C.), as acc. sg., LXX 2 Ma.7.37, 10.26, as gen. sg., ib.2.22); neut. ἵλεα Pl. Phd.95a: ἵλεος, ον, Hdt.4.94, 6.91 (v. supr.); also Cret., SIG527.92 (Dreros, iii B.C.), GDI5039.26 (Hierapytna), Hsch.: ἵληϝος, dub. in IG5(1).1562 (Olymp., vi or v B.C.,= Epigr. ap. Paus.5.24.3, where ἱλάῳ); Aeol. ἴλλαος Hdn.Gr.2.524, cf. ἱλάεις:—of gods, propitious, gracious, ἔπειθ' ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῖν Il.1.583, cf. Hes.Op.340, Thgn.782, Archil.75, Pi.O.3.34, Trag.et Ar. ll. cc., Theoc.5.18: in Prose, Pl.Lg.712b, LXXGe.43.23, al., UPZ78.24 (εἵλ-, ii B.C.), Ep.Hebr.8.12, etc.; in deprecation, ἵλεώς σοι, κύριε (sc. ὁ θεός), i.e. be it far from thee, Ev.Matt.16.22; ἵ. ἡμῖν Πλάτων καὶ ἐνταῦθα OGI721.10 (Egypt, iv A.D.). 2 of things, propitious, blameless, atoned for, ἵλαον ἦναι, opp. ἰνμενφὲς ἦναι, IG5(2).262(Mantinea, v B.C.). II of men, gracious, kindly, σὺ δ' ἵλαον ἔνθεο θυμόν Il.9.639; σοι . . θυμὸς ἐνὶ φρεσὶν ἵ. ἔστω 19.178; ἵλεως κλύειν S.El.655; δέξασθαι Id.Aj.1009, cf.Tr.763; ἐποίησέ θ' ἱλαρὸν . . κἀπέδειξεν ἵλεων Ephipp.6.7: sts. almost,= ἱλαρός, μειδῆσαι γελάσαι τε καὶ ἵλαον σχεῖν θυμόν h.Cer. 204, cf. Pl.Smp.206d; ὁ οἶνος τὸν ἄνθρωπον ποιεῖ ἵλεων Id.Lg. 649a. III Adv. ἱλάως and ἱλέως, Hsch. [ῑ always: ᾱ Il.1.583, h.Cer.204, Hes. and A. ll. cc., Euph.12, Pae.Erythr.19, Theoc.5.18, Epigr. ap. Paus. l.c., IG12(2).476, Parth.Fr.4; elsewh. ᾰ, v. supr., also Id.Fr.32, etc.]
Greek (Liddell-Scott)
ἵλαος: ἴδε ἐν τέλει, ον, Ὅμ. καὶ Πίνδ. ὡς καὶ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Ἀττ. ποιητῶν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1040, Σοφ. Ο. Κ. 1480, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1148· ἀλλ’ Ἀττ. ἵλεως, ων, (οὕτω γραφόμενον καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἡροδ. 6. 91)· δυϊκ. ἵλεω Πλάτ. Εὐθύδ. 273Ε· ὀνομ. πληθ. ἵλεῳ Σοφ. Ο. Κ. 44, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 9· οὐδ. ἵλεα Πλάτ. Φαίδ. 95Α· ὡσαύτως ἵλεος, ον, Ἐπιγρ. Κρητ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2555, 26, Ἡσύχ.· ἵληϝος Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 743: - ἐπὶ θεῶν, εὐμενής, ἔπειθ’ ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῖν Ἰλ. Α. 583· πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 338, Θέογν. 780, Ἀρχίλ. 20, Πινδ. Ο. 3. 59, Τραγ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θεόκρ. 5. 18, Πλάτ. Νόμ. 712Β. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, εὐμενής, ἀγαθός, πρᾶος, ἤπιος, σὺ δ’ ἵλαον ἔνθεο θυμὸν Ἰλ. Ι. 639· σοὶ αὐτῷ θυμὸς ἐνὶ φρεσὶν ἵλαος ἔστω Τ. 178· ἵλεως κλύειν Σοφ. Ἠλ. 655· δέξασθαι ὁ αὐτ. ἐν. Αἴ. 1009, Τρ. 763· ἐποίησέ θ’ ἱλαρὸν... κἀπέδειξεν ἵλεων Ἔφιππος ἐν «Ἐμπολῇ» 1, 7: ἐνίοτε μάλιστα κεῖται σχεδὸν ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ ἱλαρός, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 204, Πλάτ. Συμπ. 206D· ὁ οἶνος τὸν ἄνθρωπον ποιεῖ ἵλεων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 649Α. ῑ ἀείποτε· ᾱ ὡσαύτως, πιθανῶς κατ’ ἀναλογίαν τοῦ λᾱός, Μενέλᾱος, ἐν Ἰλ. Α. 583, Ὕμν. εἰς Δήμ. 204, Ἡσ. καὶ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλ’ ἐν τοῖς λοιποῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις ᾰ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
att. ἵλεως, ως, ων;
1 propice, favorable : τινι, pour qqn ; en parl. des hommes bienveillant, aimable;
2 de bonne humeur, enjoué.
Étymologie: ἱλάσκομαι.
English (Slater)
ῑλαος
1 gracious ἐς ταύταν ἑορτὰν ἵλαος ἀντιθέοισιν νίσεται (sc. Ἡρακλέης) (O. 3.34) αἰτέω σε, ὦ ἄνα, ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδ Akragas is addressed (P. 12.4)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἵλαος: [ῑ], -ον, Αττ. ἵλεως, -ων, δυϊκ. ἵλεω· ονομ. πληθ. ἵλεῳ, ουδ. ἵλεα·
I. λέγεται για θεούς, ευμενής, ευνοϊκός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.
II. λέγεται για ανθρώπους, ευμενής, αγαθός, πράος, ήπιος, θυμὸς ἐνὶ φρεσὶν ἵλαος ἔστω, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἵλαος: атт. ἵλεως 2 (ῑλᾱ и ῑλᾰ) (dual. ἵλεω, nom. pl. ἵλεῳ)
1) благосклонный, милостивый: ἵ. Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῖν Hom. Олимпиец (Зевс) будет милостив к нам; ἵλεως κλύων Soph. благосклонно выслушав(ший);
2) доброжелательный, любезный (θυμός Hom., Hes.; ἵ. καὶ εὐμενής Xen., Plat.);
3) веселый, радостный (θυμός HH: γέλως Plut.): ὁ οἶνος τὸν ἄνθρωπον ποιεῖ ἵλεων Plat. вино веселит человека.