ἐποκριόεις
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
εσσα, εν,
A uneven, projecting, στέρνα, of a skeleton, AP7.401 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 1007] εσσα, εν, obenauf rauh, uneben, στέρνα Crinag. 37 (VII, 401), höckrig.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποκριόεις: εσσα, εν, προέχων, Ἀνθ. Π. 7. 401.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
rude, âpre.
Étymologie: ἐπί, ὀκριόεις.
Greek Monotonic
ἐποκριόεις: -εσσα, -εν, ανομοιογενής, άνισος, αυτός που προεξέχει, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐποκριόεις: όεσσα, όεν неровный, с выступами (στέρνα Anth.).
Middle Liddell
ἐπ-οκριόεις, εσσα, εν
uneven, projecting, Anth.