ὄναγρος

From LSJ
Revision as of 10:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄναγρος Medium diacritics: ὄναγρος Low diacritics: όναγρος Capitals: ΟΝΑΓΡΟΣ
Transliteration A: ónagros Transliteration B: onagros Transliteration C: onagros Beta Code: o)/nagros

English (LSJ)

ὁ,

   A = ὄνος ἄγριος, the wild ass, LXXPs.103(104).11, Str.7.4.8, Babr.67.1, Artem.4.56 ; θῆλυς ὄ. Opp.C.3.216 ; title of the Greek original of Plautus' Asinaria, Prolog.10 (v.l. Onagos).    II a kind of catapult, = μονάγκων, Procop.Goth.1.21, Lyd.Mag.1.46, Amm. Marc.23.4.7.

German (Pape)

[Seite 344] ὁ, d. i. ὄνος ἄγριος, der wilde Esel, Waldesel, Sp. für ὄνος ἄγριος. – Auch eine Wurfmaschine, die sonst auch μονάγκων heißt, Suid. Vgl. Lob. Phryn. 382.

Greek (Liddell-Scott)

ὄναγρος: ὁ, = ὄνος ἄγριος, Στράβ. 312, Βάβρ. 67. 1. ΙΙ. μηχανή τις ἐπιτηδεία εἰς βολάς, Προκόπ., «ὄναγροι μηχανήματα, οἱ λεγόμενοι ἅρπαγες, οἵ γε ἁρπάζειν τοὺς προσιόντας ἐπιβαλλόμενοι εἶχον» Σουΐδ., Ἀμμιανὸς Μαρκελλῖνος 34. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
âne sauvage, onagre, animal.
Étymologie: ὄνος, ἄγριος.

Greek Monotonic

ὄναγρος: ὁ, = ὄνος ἄγριος, γάιδαρος που ζει σε άγρια κατάσταση, σε Στράβ., Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

ὄναγρος: ὁ дикий осел, онагр Babr.

Middle Liddell

ὄν-αγρος, ὁ, = ὄνος ἄγριος
the wild ass, Strab., Babr.