εὐερνής

From LSJ
Revision as of 10:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐερνής Medium diacritics: εὐερνής Low diacritics: ευερνής Capitals: ΕΥΕΡΝΗΣ
Transliteration A: euernḗs Transliteration B: euernēs Transliteration C: evernis Beta Code: eu)ernh/s

English (LSJ)

ές, (ἔρνος)

   A sprouting well, flourishing, δάφνα E.IT1100 (lyr.); of a kind of Cassia, Dsc.1.13; δένδρον-έστατον Ph.1.629; of men and animals, well-grown, Posidon.Fr.28 J. (Comp.), Str.11.4.3, Epigr.Gr.314.10 (Smyrna): Comp. -έστερα, νήπια Gal.17(1).826; of countries, rich in plants, εὔβοτος καὶ εὐ. Str.16.1.24.

German (Pape)

[Seite 1066] ές, gut wachsend, blühend; δάφνη Eur. I. A. 1100; δένδρον Ael. H. A. 8, 26, u. so a. gp.; auch vom Lande, καὶ εὔβοτος Strab. XVI, 747, der es auch vom Vieh gebraucht, gut gedeihend, XI, 502, u. von Menschen, schön gewachsen, schlank, II, 103.

Greek (Liddell-Scott)

εὐερνής: -ές, (ἔρνος) καλῶς βλαστάνων, θάλλων, Εὐρ. Ι. Τ. 1100· ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων, καλῶς ηὐξημένος, εὔσωμος, Ποσειδώνιος παρὰ Στράβ. 103, πρβλ. 502, Ἀνθ. Π. παράρτ. 257. 10· ἐπὶ χώρας, πλουσία εἰς φυτά, εὔβοτος καὶ εὐερνὴς Στράβ. 477. Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui pousse bien ; grand, élancé;
2 où les plantes poussent bien, couvert d’une riche végétation.
Étymologie: εὖ, ἔρνος.

Greek Monolingual

εὐερνής, -ές (Α)
1. αυτός που βλασταίνει καλά, ο θαλερός («δάφναν τε εὐερνέα», Ευρ.)
2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που έχει καλά διαπλασμένο σώμα, ο εύσωμος («εὐερνέστερα νήπια», Γαλ.)
3. (για χώρα) αυτός που είναι πλούσιος σε φυτά («εὔβοτος καὶ εὐερνής», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ερνής (< έρνος «νεαρό φυτό»), πρβλ. δυσ-ερνής].

Greek Monotonic

εὐερνής: -ές (ἔρνος), αυτός που φυτρώνει καλά, ακμαίος, θαλερός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐερνής: прекрасно растущий, пышно разросшийся или высокий (δάφνη Eur.).

Middle Liddell

εὐ-ερνής, ές ἔρνος
sprouting well, flourishing, Eur.