λιπόγληνος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ον,
A without eyeballs, sightless, Nonn.D. 37.517.
German (Pape)
[Seite 51] ohne Augapfel od. Augenstern, blind, πρόσωπον, Nonn. D. 37, 517 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπόγληνος: -ον, ἄνευ γληνῶν, ἀόμματος, τυφλός, Νόνν. Δ. 37. 517.
Greek Monolingual
λιπόγληνος, -ον (Α)
αόμματος, τυφλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -γληνος(< γλήνη «μάτι»), πρβλ. αστρό-γληνος, μελί-γληνος].