τερέτισμα
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
ατος, τό,
A a humming, twanging, φορμίγγων Diog. ap. D.L.6.104 (alluding to E.Fr.200), Luc.Nigr.15, AP7.612, cf. 11.352 (both Agath.); chirruping of cicadas, Hsch. II metaph., a mere sound or twittering, τερετίσματα τὰ εἴδη (the Platonic ideas) Arist.APo.83a33; τὰ συνήθη ταῦτα τ. the ordinary prattle, Procop.Gaz.Ep.33; τὸ πόημα οὐχ ὡς τ. καὶ κροῦμα νοοῦμεν Phld.Po.2p.228H.
German (Pape)
[Seite 1093] τό, = Folgdm; Luc. Nigr. 15; ἀντίτυπον, Agath. 68 (XI, 352); φορμίγγων, 91 (VII, 612).
Greek (Liddell-Scott)
τερέτισμα: τό, ἀπομίμησις τῆς φωνῆς χελιδόνος ἢ τέττιγος διὰ τῆς φόρμιγγος ἢ διὰ τοῦ στόματος, ᾆσμα, ᾠδή, Ἀνθολ. Π. 7. 612., 11. 352, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 15. ΙΙ. μεταφορ., μόνον ἦχος καὶ οὐδὲν πλέον, τερετίσματα τὰ εἴδη (αἱ τοῦ Πλάτωνος ἰδέαι) Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 22, 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τερετίσματα· ὠδαὶ ἀπατηλαί, τὰ τῆς κιθάρας κρούματα, καὶ τὰ τῶν τεττίγων ᾄσματα».
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
accords d’un chant fredonné.
Étymologie: τερετίζω.
Greek Monolingual
το, ΝΑ τερετίζω
1. (για χελιδόνι, αηδόνι και τζιτζίκι) κελάηδημα, ιδίως τρεμουλιαστό
2. απομίμηση της φωνής χελιδονιού ή τζιτζικιού
νεοελλ.
σιγανό τραγούδι
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) α) στον πληθ. τερετίσματα
«τὰ τῆς κιθάρας κρούματα»
β) «ᾠδὴ ἀπατηλή»
2. μτφ. ήχος («τὸ πόημα οὐχ ὡς τερέτισμα καὶ κροῡμα νοοῡμεν», Φιλόδ.).
Greek Monotonic
τερέτισμα: -ατος, τό, σφύριγμα, τιτίβισμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τερέτισμα: ατος τό
1) досл. щебетание, перен. бренчание, бряцание (κρούματά τε καὶ τερετίσματα Luc.; φορμίγγων τερετίσματα Anth.);
2) пустой звук, слово без смысла Arst.
Middle Liddell
τερέτισμα, ατος, τό, [from τερετίζω
a whistling, trilling, Anth.