ἐνουράνιος

From LSJ
Revision as of 11:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνουράνιος Medium diacritics: ἐνουράνιος Low diacritics: ενουράνιος Capitals: ΕΝΟΥΡΑΝΙΟΣ
Transliteration A: enouránios Transliteration B: enouranios Transliteration C: enouranios Beta Code: e)noura/nios

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A in heaven, heavenly, AP9.223 (Bianor), Poll. 1.23; ἀνάγκη Sammelb.5620.9.

German (Pape)

[Seite 850] im Himmel, himmlisch, οἰωνοί Bian. 10 (IX, 223).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνουράνιος: -ον, ὁ, = ὁ ἐν οὐρανῷ ὤν, Ἀνθ. Π. 9. 223, Πολυδ. Α΄, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
céleste.
Étymologie: ἐν, οὐρανός.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que está o reside en el cielo, αἰετός, οἰωνῶν μοῦνος ἐ. AP 9.223 (Bianor), αἰθήρ Heraclit.All.58
celestial de los dioses o en rel. c. ellos ὁ ἀφ' Ἡλίου πόλεως μέγας θεὸς ἐ., Ἀπόλλων κρατερός Hermapio 1.23, cf. Poll.1.23, ἐ. δύναμις ἀγγέλων PMag.4.3051, ὁ τὴν ἐνουράνιον τῆς <αἰ>ωνίου φύσεως κεκληρωμένος ἀνά<γ>κην del dios-león egipcio IBrooklyn 24.9 (II/III d.C.), λόγος Iren.Lugd.Fr.29.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐνουράνιος, -ον) ουράνιος
αυτός που βρίσκεται στον ουρανό.

Greek Monotonic

ἐνουράνιος: -ον, αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, επουράνιος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνουράνιος: небесный (οἰωνοί Anth.).

Middle Liddell

ἐν-ουράνιος, ον
in heaven, heavenly, Anth.