βαρύλυπος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
ον,
A very sad, Plu.2.114f (Sup.).
German (Pape)
[Seite 434] schwer gekränkt. betrübt, Plut. consol. ad Apoll. p. 351, superl.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύλῡπος: -ον, ὁ λίαν τεθλιμμένος, Πλούτ. 2. 114Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
seul. Sp. βαρυλυπότατος;
accablé de chagrin.
Étymologie: βαρύς, λύπη.
Spanish (DGE)
hundido de dolor compar. οἱ βαρυλυπότατοι ... πραότατοι γίγνονται πολλάκις ὑπὸ τοῦ χρόνου Plu.2.114f.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α βαρύλυπος, -ον)
βαριά λυπημένος, περίλυπος.
Russian (Dvoretsky)
βαρύλῡπος: глубоко огорченный, печальный Plut.