διδυμοτόκος
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
English (LSJ)
ον,
A producing twins, Id.HA573b32.
German (Pape)
[Seite 616] Zwillinge gebärend, Arist. H. A. 6, 19; Long. 2, 34.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδῠμοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν δίδυμα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 19. 3.
Spanish (DGE)
-ον
1 que es producto de un doble parto, e.e. gemelo o pareja ἐὰν ὁ κριὸς ἢ ὁ τράγος ᾖ δ. ἢ ἡ μήτηρ Arist.HA 573b32.
2 que pare dos crías Aq.Ca.4.2, ἀγέλαι Gr.Nyss.Hom.in Cant.225.18, en usos alegór. del mismo pasaje, Gr.Nyss.Hom.in Cant.228.1, πρόβατα Basil.Hex.9.5, Sud.
Greek Monolingual
διδυμοτόκος, -ον (AM) (Α και διδυματόκος και διδυμητόκος)
(απαντά μόνο στο θηλ.) αυτή που γεννά δίδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + -τόκος < τίκτω (πρβλ. αρρενοτόκος). Ο τ. διδυμητόκος χρησιμοποιείται κυρίως στον ποιητικό λόγο και το συνδετικό φωνήεν -η- οφείλεται σε μετρικούς λόγους (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων)].
Russian (Dvoretsky)
δῐδῠμοτόκος: рождающий двойни Arst.