δυσθαλία
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ας, ἡ,
A a misfortune, Sophr. 83 (pl.).
German (Pape)
[Seite 681] ἡ, Mißwachs, Unglück, Sophron. bei Apollon. pron. p. 555.
Greek (Liddell-Scott)
δυσθᾰλία: ας, ἡ, ἀτυχία, δυστυχία, Σώφρων 75 Ahr.
Spanish (DGE)
(δυσθᾰλία) -ας, ἡ desgracia Sophr.79.