ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
Full diacritics: δῠσημέρημα | Medium diacritics: δυσημέρημα | Low diacritics: δυσημέρημα | Capitals: ΔΥΣΗΜΕΡΗΜΑ |
Transliteration A: dysēmérēma | Transliteration B: dysēmerēma | Transliteration C: dysimerima | Beta Code: dushme/rhma |
ατος, τό,
A ill luck, Sch.Il.6.336.
[Seite 680] τό, Unglück, Schol. Il. 6, 336.
δυσημέρημα: τό, κακοτυχία, ἀτυχία, Σχόλ. Ἰλ. Ζ. 636.
-ματος, τό
mal día, mala suerte Sch.Er.Il.6.336c, Tz.ad Hes.Op.8.