αἰένυπνος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A giving eternal sleep, epith. of Death, S.OC1578 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰένυπνος: -ον, ὁ κοιμίζων τινὰ εἰς τὸν αἰώνιον ὕπνον, ἐπίθ. τοῦ θανάτου, Σοφ. Ο. Κ 1578.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dort éternellement.
Étymologie: ἀεί, ὕπνος.
Spanish (DGE)
-ον
que trae un sueño eterno epít. de la Muerte o Hades σέ τοι κικλήσκω τὸν αἰένυπνον S.OC 1578.
Greek Monotonic
αἰένυπνος: -ον, αυτός που κοιμίζει κάποιον στον αιώνιο ύπνο, επίθ. για τον θάνατο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
αἰένυπνος: навеки усыпляющий (Γᾶς παῖς καὶ Ταρτάρου = θάνατος Soph.).
Middle Liddell
lulling in eternal sleep, of Death, Soph.