δημοκοπία

From LSJ
Revision as of 15:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοκοπία Medium diacritics: δημοκοπία Low diacritics: δημοκοπία Capitals: ΔΗΜΟΚΟΠΙΑ
Transliteration A: dēmokopía Transliteration B: dēmokopia Transliteration C: dimokopia Beta Code: dhmokopi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A courting the mob, D.H.6.60, IG4.1153 (Epid.); bribery, Plu.Dio 47: pl., Str.14.5.14, Ph.Fr.33 H., App.BC1.34.

German (Pape)

[Seite 563] ἡ, Haschen nach Volksgunst, D. Hal. 6, 60.

Greek (Liddell-Scott)

δημοκοπία: ἡ, ἀγάπη τῆς παρὰ τοῦ λαοῦ εὐνοίας, Διον.Ἁλ.6.60, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. σ.ΧΙΧ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
recherche de la faveur populaire par la brigue.
Étymologie: δημοκόπος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Philipp.Perg.1
halago del pueblo, captación del favor popular, demagogia δ. καὶ πλήθους ἀρέσκεια D.S.25.8, δημοκοπίαις ἰσχύων Str.14.5.14, cf. Ph.Fr.33, δ. καὶ τυραννικῶν ἔργων ἐπιθυμία D.H.6.60, ἡ τοῦ Βρούτου δ. D.H.7.15, τοῦ πολιτεύματος ἐξελεῖν δημοκοπίαν Plu.Dio 47, τὰ δ' ἐν Ῥώμῃ ... ὁ Κικέρων ἦγεν ὑπὸ δημοκοπίας App.BC 3.66, cf. 21, Hann.17, Philipp.Perg.l.c., οὐ νόμων εἰσηγήσεις ἔτι οὐδὲ δημοκοπίαι App.BC 1.34, πομπεία καὶ δ. τῶν λόγων Anon.V.Thecl.8.5.

Greek Monolingual

η (Α δημοκοπία) δημοκόπος
η δημαγωγία
νεοελλ.
πληθ. δημοκοπίες
οι δημαγωγικοί τρόποι ή λόγοι.

Russian (Dvoretsky)

δημοκοπία: ἡ заискивание у народа Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοκοπία -ας, ἡ [δημοκοπέω] het najagen van volksgunst.