δυσεξαρίθμητος

From LSJ
Revision as of 15:23, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεξᾰρίθμητος Medium diacritics: δυσεξαρίθμητος Low diacritics: δυσεξαρίθμητος Capitals: ΔΥΣΕΞΑΡΙΘΜΗΤΟΣ
Transliteration A: dysexaríthmētos Transliteration B: dysexarithmētos Transliteration C: dyseksarithmitos Beta Code: dusecari/qmhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to count, Plb.3.58.6, Plu.2.667e.

German (Pape)

[Seite 679] schwer zu zählen; Pol. 3, 58; Plut. Symp. 4, 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξᾰρίθμητος: -ον, δυσκόλως ἀριθμούμενος, Πολύβ. 3. 58, 6, Πλούτ. 2. 667Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à énumérer, innombrable.
Étymologie: δυσ-, ἐξαριθμέω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de contar, incontable κίνδυνοι Plb.3.58.6, ἄλλα δυσεξαρίθμητα ἐνεγκεῖν citar otros innumerables (textos), Origenes Philoc.26.3, ἁμαρτήματα Nil.M.79.576D, c. dat. limitativo (ὄψα) δυσεξαρίθμητα τοῖς γένεσι καὶ ταῖς διαφοραῖς Plu.2.667e.

Greek Monolingual

δυσεξαρίθμητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μπορεί να αριθμηθεί, ο πολυάριθμος.

Greek Monotonic

δυσεξαρίθμητος: -ον, αυτός που δύσκολα αριθμείται, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξαρίθμητος: с трудом поддающийся исчислению, неисчислимый Polyb., Plut.

Middle Liddell

δυσ-εξαρίθμητος, ον
hard to enumerate, Polyb.