εὐνομέομαι

From LSJ
Revision as of 15:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνομέομαι Medium diacritics: εὐνομέομαι Low diacritics: ευνομέομαι Capitals: ΕΥΝΟΜΕΟΜΑΙ
Transliteration A: eunoméomai Transliteration B: eunomeomai Transliteration C: evnomeomai Beta Code: eu)nome/omai

English (LSJ)

fut. -ήσομαι Hdt.1.97, Pl.R.380b: aor. 1

   A εὐνομήθην Hdt.1.66, ηὐν- Th.1.18: pf. εὐνόμημαι Epimenid. ap. D.L.1.113:— have good laws, be well-ordered, Hdt.ll.cc., Th.1.18, etc.; [πόλις] μέλλει εὐνομήσεσθαι Pl. l. c.; πόλις -ουμένη D.24.139, cf. Arist.Rh.1354a20, Pol.1294a3; οἰκία οὐκ εὐ. Aeschin.1.171; ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε when you observe the laws, ib.5. (Act. only in pres. part. εὐνομοῦσα Pl.Lg.927b.)

German (Pape)

[Seite 1083] dep. pass., gute Gesetze u. Verfassung haben; οὕτω ἡ χώρη εὐνομήσεται Her. 1, 97; εὐνομήθησαν 1, 65; ἡ Λακεδαίμων ἐκ παλαιτάτου εὐνομήθη Thuc. 1, 18; εἰ μέλλει εὐνομήσεσθαι ἡ πόλις Plat. Rep. II, 380 b; oft πόλις εὐνομουμένη, wie Dem. 24, 139; οἰκία πλουσία καὶ οὐκ εὐνομουμένη, nicht gut verwaltet, Aesch. 1, 171.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνομέομαι: μέλλ. -ήσομαι Ἡροδ. 1. 97: ἀόρ. εὐνομήθην αὐτόθι 65: πρκμ. εὐνόμημαι Ἐπιμενίδ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 113: Ἀποθ. Ἔχω νόμους καλούς, καλὸν πολίτευμα, εἶμαι εὔνομος, Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 1. 18, Πλάτ. κλ.· πόλις εὐνομεῖται ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 380 Β· πόλις ευνομουμένη Δημ. 744. 2, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 4 Πολιτικ. 4. 8, 5· οἰκία οὐκ εὐν. Αἰσχίν. 24. 24· ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε, ὅταν θὰ τηρῆτε τοὺς νόμους, ὁ αὐτ. 1. 26. - Ἐν Πλάτ. Νόμ. 927Β, ἀντὶ τῆς ἐνεργ. μετοχῆς εὐνομοῦσα, ὁ Ast. προτείνει εὔνομος οὖσα.

Greek Monotonic

εὐνομέομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ εὐνομήθεν, αποθ.· διαθέτω καλούς νόμους, καλό πολίτευμα, είμαι σύννομος, εύρυθμος, τακτικός, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

εὐνομέομαι: иметь хорошие законы, управляться хорошими законами (ἡ Λακεδαίμων εὐνομήθη Thuc.; πόλις εὐνομουμένη Dem., Arst., Plut.): οὕτω μεταβαλόντες εὐνομήθησαν Her. в результате этих перемен (лакедомоняне) получили хорошие законы.

Middle Liddell

εὐνομέομαι,
Dep.:— to have good laws, to be orderly, Hdt., Thuc., etc.