δαμασικόνδυλος

From LSJ
Revision as of 16:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰμᾰσικόνδυλος Medium diacritics: δαμασικόνδυλος Low diacritics: δαμασικόνδυλος Capitals: ΔΑΜΑΣΙΚΟΝΔΥΛΟΣ
Transliteration A: damasikóndylos Transliteration B: damasikondylos Transliteration C: damasikondylos Beta Code: damasiko/ndulos

English (LSJ)

ον,

   A conquering with the knuckles, Eup.408.

Greek (Liddell-Scott)

δαμασικόνδυλος: -ον, ὁ καταβάλλων καὶ νικῶν διὰ τῶν κονδύλων ἢ γρόνθων, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 84.

Greek Monolingual

δαμασικόνδυλος, -ον (Α)
όποιος με γροθιές νικά τον αντίπαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + κόνδυλος «γροθιά». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].