οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Full diacritics: εὔνυμφος | Medium diacritics: εὔνυμφος | Low diacritics: εύνυμφος | Capitals: ΕΥΝΥΜΦΟΣ |
Transliteration A: eúnymphos | Transliteration B: eunymphos | Transliteration C: eynymfos | Beta Code: eu)/numfos |
ον,
A of a fair bride, λέχος Cat.Cod.Astr.2.175.
εὔνυμφος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε ωραία νύφη ή που έχει ωραία νύφη («εὔνυμφον λέχος» — κρεβάτι ωραίας νύφης ή που έχει ωραία νύφη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νύμφη.