εὐηλάκατος
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
[ᾰκ], Aeol. εὐᾱλ-, ον,
A possessing a fine distaff, of women, Theoc.28.22.
German (Pape)
[Seite 1067] mit schöner Spindel, Theocr. 28, 22; nach Hesych. auch mit schönem Pfeil, d. i. ein guter Schütze.
Greek (Liddell-Scott)
εὐηλάκᾰτος: Δωρ. εὐᾱλάκατος, ον, καλῶς νήθων, κλώθων, ἐπὶ γυναικῶν, Θεόκρ. 28. 22.
Greek Monolingual
εὐηλάκατος, -ον (αιολ. τ. εὐαλάκατος) (Α)
(για γυναίκα) αυτή που έχει ωραία ηλακάτη, ρόκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηλακάτη «ρόκα»].
Greek Monotonic
εὐηλάκᾰτος: Δωρ. εὐᾱλακ-, -ον, αυτός που γνέθει καλά, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐηλάκατος: = εὐᾱλάκατος.
Middle Liddell
spinning well, Theocr.