κεστροφύλαξ

From LSJ
Revision as of 17:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεστροφύλαξ Medium diacritics: κεστροφύλαξ Low diacritics: κεστροφύλαξ Capitals: ΚΕΣΤΡΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: kestrophýlax Transliteration B: kestrophylax Transliteration C: kestrofylaks Beta Code: kestrofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ακος, ὁ,

   A officer in charge of κέστροι 11, ib.1094, al.:—hence κεστρο-φῠλᾰκέω, ib.735, 736.

German (Pape)

[Seite 1426] ακος, ὁ, ein Aufseher, Wächter über die κέστροι, Inscr.

Greek Monolingual

κεοτροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
επιγρ. αξιωματικός που είχε τη φροντίδα τών βελών που ονομάζονταν κέστροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρος (είδος βέλους) + -φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. θαλαμο-φύλαξ, χωρο-φύλαξ.