καμακίας
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
σῖτος, ὁ, corn
A which makes too much straw, Thphr.HP 8.7.4.
German (Pape)
[Seite 1315] σῖτος, eine Getreideart, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμᾰκίας: σῖτος, ὁ, εἶδος μακροῦ σίτου, δηλ. ἔχοντος μακρὰν καλάμην, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 4.
Greek Monolingual
καμακίας, ὁ (Α)
φρ. «καμακίας σῑτος» — είδος σίτου με μακρύ καλάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμαξ, -ακος + κατάλ. -ίας].