δωδεκάθεος
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ον,
A of twelve Gods, cena, Suet.Aug.70. II Subst. - θεον, τό, temple of the twelve Gods, Inscr.Cos43. 2 medicine compounded of twelve ingredients, Paul.Aeg.7.11. 3 primrose, Primula acaulis. Plin. HN25.28.
Spanish (DGE)
-ον
I de los doce diosesref. a una cena en Roma de doce comensales que simulaban ser los doce dioses, Suet.Aug.70.
II subst. τὸ δ.
1 templo de los doce dioses olímpicos, en Cos ICos ED 45.B7 (II a.C.), en Hierapitna ICr.App.43.46 (II a.C.), ICr.1.8.13.25 (Cnoso II a.C.).
2 doce dioses grupo de divinidades indígenas en Lidia τὸ ἐκεῖ δωδεκάθην (sic) ... [ἀ] νεξείλαστον ... ἕξει SEG 29.1179 (Lidia II d.C.) en SEG 44.1750.
3 medicina compuesta de doce ingredientes Paul.Aeg.7.11.22.
4 bot. primavera, Primula acaulis Jacq., Pl.NH 25.28.
Greek Monolingual
-ο (AM δωδεκάθεος, -ον)
το ουδ. ως ουσ.
1. το δωδεκάθεο
περιληπτικά οι δώδεκα θεοί
2. ονομασία ποώδους φυτού της οικογένειας πριμουλίδες
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους δώδεκα θεούς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δωδεκάθεον
ναός τών δώδεκα θεών
3. φάρμακο με δώδεκα συστατικά.
Russian (Dvoretsky)
δωδεκάθεος: двенадцатибожный: δ. cena Suet. трапеза двенадцати богов (пиршество, в котором участвовали император Август и его придворные, наряженные двенадцатью главными богами и богинями).