σφράγισμα

Revision as of 18:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A impression of a signet-ring, seal, E.Hipp.864, X.HG1.4.3; μοχλοῖς καὶ διὰ σφραγισμάτων σῴζειν δάμαρτα with bars and seals affixed to the door, E.Fr.1063.9.

Greek (Liddell-Scott)

σφράγισμα: [ᾱ], τό, ἐπίθεσις τῆς σφραγῖδος, τοῦ δακτυλίου τοῦ ἔχοντος σφραγιδόλιθον, τὸ σφραγισθὲν, σφραγίς, Εὐρ. Ἱππ. 864, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 3· μοχλοῖς καὶ διὰ σφραγισμάτων σῴζειν γυναῖκα διὰ μοχλῶν καὶ σφραγίδων ἐπὶ τῆς θύρας, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 11.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
empreinte d’un sceau.
Étymologie: σφραγίζω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ σφραγίζω
1. το αποτέλεσμα του σφραγίζω, το σήμα που αποτυπώνεται με την επίθεση σφραγίδας
2. (κατ' επέκτ.) ερμητικό κλείσιμο
νεοελλ.
1. η ενέργεια του σφραγίζω, σφράγιση
2. ιατρ. α) απόφραξη οπής ή κοιλότητας τερηδονισμένου δοντιού με ειδικό αμάλγαμα
β) (κατ' επέκτ.) το υλικό που χρησιμοποιείται στην παραπάνω επέμβαση, βούλλωμα
3. κλείσιμο καταστήματος από το κράτος.

Greek Monotonic

σφράγισμα: -ατος, τό (σφρᾱγίζω), επίθεση, εκτύπωμα σφραγίδας, δαχτυλιδιού που έχει σφραγιδόλιθο, σφραγίδα, σε Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σφράγισμα: ατος (ρᾱ) τό оттиск печати, (приложенная) печать Eur., Xen., Men.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφράγισμα -ατος, τό [σφραγίζω] verzegeling; Eur. Hipp. 864; zegel. Xen. Hell. 1.4.3.

Middle Liddell

σφράγισμα, ατος, τό, [σφρᾱγίζω]
an impression of a signet-ring, a seal, Eur., Xen.