νειοτομεύς

From LSJ
Revision as of 19:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νειοτομεύς Medium diacritics: νειοτομεύς Low diacritics: νειοτομεύς Capitals: ΝΕΙΟΤΟΜΕΥΣ
Transliteration A: neiotomeús Transliteration B: neiotomeus Transliteration C: neiotomeys Beta Code: neiotomeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A one who breaks up a fallow, AP6.41 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 237] ὁ, der das Brachfeld Schneidende, der Pflug, Agath. 30 (VI, 41).

Greek (Liddell-Scott)

νειοτομεύς: ὁ (νειός, τέμνω) ὁ τέμνων νειόν, Ἀγαθ. Ἐπιγρ. 30, 1.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
charrue.
Étymologie: νειός, τέμνω.

Greek Monolingual

νειοτομεύς, -έως, ὁ (Α)
(για το άροτρο) αυτός που οργώνει χέρσα γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νειός «αγρός» + τομεύς (< τέμνω), πρβλ. ιατρο-τομεύς, περι-τομεύς.

Greek Monotonic

νειοτομεύς: ὁ (τέμνω), αυτός που οργώνει χέρσα γη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νειοτομεύς: έως ὁ взрезающий пашню, т. е. плуг Anth.

Middle Liddell

νειο-τομεύς, έως, τέμνω
one who breaks up a fallow, Anth.