συμφρονέω

Revision as of 19:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A to be of one mind with any one, agree or conspire with, σ. ἀλλήλοις εἴς τι Plb.4.60.4, cf. LXX 3 Ma.3.2; ἐπί τινι Plb.3.2.8; περί τινων πρὸς τοὺς φίλους Id.4.81.3, cf. 7.16.3; σ. ταὐτά Id.6.46.8: abs., agree together, Id.2.22.1, etc.    2 think with, be in harmony with, τῷ νοερῷ M.Ant.8.54.    II become aware of, think of, notice, understand, ὃ δέον εἴη ποιεῖν Plb.18.26.2, cf. D.H.5.9, Plu.Nic.19,23, Them. 28, Brut.10, Pyrrh.11, Eum.19, Cam.29,36, etc.    2 collect oneself, become conscious, Id.Cat.Mi.70, Alex.73.    III bring together in thought, τὰ πλεῖστον ἀλλήλων ἀφεστῶτα τοῖς τόποις Arist.Mu.391a14 (v.l. τῇ διανοίᾳ συνεφόρησε, which may be a gloss).

German (Pape)

[Seite 993] 1) eines Sinnes od. gleicher Meinung mit Jemandem sein, ihm beistimmen, es mit ihm halten, von seiner Partei sein, bes. bei Empörungen, Pol., sowohl absol., 2, 22, 1 u. öfter, als ἀλλήλοις εἴς τι, 4, 60, 4, ἐπί τινι πράγματι, 3, 2, 8, πρὸς τοὺς φίλους περί τινος, 4, 81, 3; dah. auch = einwilligen, Ath. XII, 521 a. – 2) begreifen, einsehen, verstehen, merken, Plut. Them. 28; τῷ σχήματι τὴν τύχην, Pomp. 37; wieder zur Besinnung kommen, Cat. min. 70; überlegen, ὃ δέον ἦν ποιεῖν, Pol. 18, 9, 2.

Greek (Liddell-Scott)

συμφρονέω: ἔχω τὸ αυτὸ φρόνημα μετά τινος, φρονῶ τὰ αὐτά, συναινῶ, συμφωνῶ, ὁμοφρονῶ, σ. ἀλλήλοις εἴς τι Πολύβ. 4. 60, 4, ἐπί τι ὁ αὐτ. 3. 2, 8· πρός τινα ἢ τινι περί τινος ὁ αὐτ. 4. 81, 3., 7. 16, 3· σ. ταὐτὰ ὁ αὐτ. 6. 46, 8· ἀπολ., συμφωνῶ ὁμοῦ, Λατ. conspirare, ὁ αὐτ. 2. 22, 1, κτλ. 2) σκέπτομαι ὁμοῦ, τῷ νοερῷ Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 8. 54. ΙΙ. σ. τῇ διανοίᾳ, ἐννοῶ ὁμοῦ μέ…, Ἀριστ. π. Κόσμ. 1. 2. ΙΙΙ. καλῶς ἐξετάζω, θεωρῶ, ἃ δέον ἦν ποιεῖν ὁ αὐτ. 18. 9, 2, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 9, Πλουτ. Ἀλέξ. 71, κτλ. 2) συνέρχομαι, ἔρχομαι εἰς ἐμαυτόν, ἔρχομαι εἰς τὰς αἰσθήσεις μου, ὡς οὖν ἀνήνεγκεν ὁ Κάτων καὶ συνεφρόνησεν ὁ αὐτ. ἐν Κάτ. Νεωτ. 70, ἐν Ἀλεξ. 73.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. συνεφρόνησα;
I. être du même sentiment, être d’accord ou d’intelligence : τινι εἴς τι, τινι ἐπί τινι, πρός τινα περί τινος, avec qqn au sujet de qch ; particul.
1 être du parti de qqn;
2 faire une convention;
II. embrasser dans son esprit ; d’où
1 concevoir, imaginer;
2 comprendre, juger : τι qch ; τῷ σχήματι τὴν τύχην PLUT juger la fortune d’après l’extérieur ; avec un inf. : comprendre que;
III. reprendre ses sens.
Étymologie: σύν, φρονέω.

Greek Monotonic

συμφρονέω: μέλ. -ήσω (σύμφρων
I. έχω την ίδια άποψη με κάποιον, συμφωνώ, ομοφωνώ, συνομολογώ, σε Πολύβ.
II. 1. εξετάζω, θεωρώ, υπολογίζω καλά, αναλογίζομαι, σκέφτομαι, ἃ δέον ἦν ποιεῖν, σε Πλούτ.
2. συνέρχομαι, ανακτώ τις αισθήσεις μου, έρχομαι στα συγκαλά μου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συμφρονέω:
1) быть единомышленником, находиться в согласии: σ. τινι εἴς τι и ἐπί τινι или σ. πρός τινα περί τινος Polyb. быть согласным с кем-л. в чем-л.; τὰ συμφρονήσαντα ἔθνη Polyb. находящиеся в союзе племена;
2) постигать, понимать (τῇ διανοίᾳ Arst.; τὴν αἰτίαν Plut.): τῷ σχήματι σ. τι Plut. догадываться о чем-л. по внешнему виду;
3) приходить в себя (ἀναφέρειν καὶ σ. Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-φρονέω, Att. ξυμφρονέω inzien, begrijpen, inzicht krijgen in, met acc. intrans. weer tot zichzelf komen, weer bij zinnen komen, zich hernemen.

Middle Liddell

fut. ήσω σύμφρων
I. to be of one mind with, to agree, Polyb.
II. to consider well, ἃ δέον ἦν ποιεῖν Plut.
2. to collect oneself, Plut.