σύμφρων

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμφρων Medium diacritics: σύμφρων Low diacritics: σύμφρων Capitals: ΣΥΜΦΡΩΝ
Transliteration A: sýmphrōn Transliteration B: symphrōn Transliteration C: symfron Beta Code: su/mfrwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)
A of one mind, brotherly, A.Ag.110 (lyr.): c. dat., agreeing, Pl.Ep.324b.
2 favouring, propitious, θεοί A.Ch.802 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 993] ονος, ὁ, ἡ, gleichgesinnt; Aesch. Ag. 110 Ch. 791; bei Plat. Ep. VII, 324 b v.l. für σύμφωνος.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 qui a les mêmes sentiments qu'un autre;
2 bienveillant.
Étymologie: σύν, φρήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμφρων -ον, gen. -ονος, Att. ook ξύμφρων [σύν, φρήν] eensgezind; met dat. met iem.. Plat. Epist. 324b. goedgezind, welgezind. Aeschl. Ch. 802.

Russian (Dvoretsky)

σύμφρων: 2, gen. ονος
1 единодушный: ξύμφρονε ταγώ Aesch. оба единодушных вождя (ахейцев);
2 благосклонный (θεοί Aesch.).

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει την ίδια γνώμη, την ίδια άποψη με άλλον
2. ευνοϊκός («οἵ τ' ἔσω δωμάτων πλουτογαθῆ μυχὸν νομίζεται, κλῡτε, σύμφρονες θεοί», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ἐπίφρων].

Greek Monotonic

σύμφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που έχει την ίδια άποψη με κάποιον, σύμφωνος, ομόγνωμος, ομόψυχος, αδελφικός, σε Αισχύλ.· ευνοϊκός, ευμενής, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ φρόνημα, ὁμόφρων, σύμφωνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 110· ― εὐνοϊκός, εὔνους, εὐμενής, κλύετε, σύμφρονες θεοὶ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 802.

Middle Liddell

σύμ-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
of one mind, brotherly, Aesch.:— favouring, propitious, Aesch.