λιμνομάχης

From LSJ
Revision as of 19:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμνομάχης Medium diacritics: λιμνομάχης Low diacritics: λιμνομάχης Capitals: ΛΙΜΝΟΜΑΧΗΣ
Transliteration A: limnomáchēs Transliteration B: limnomachēs Transliteration C: limnomachis Beta Code: limnoma/xhs

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A candidate for the prize at the Lenaea, v. λίμνη 11.1, Hsch.

German (Pape)

[Seite 48] bei den Spielen in den λίμναι (s. nom. pr.) Kämpfender, Hesych.

Greek Monolingual

λιμνομάχης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ο υποψήφιος κατά τους αγώνες που γίνονταν στο Λήναιον, δίπλα στην Ακρόπολη τών Αθηνών, στην περιοχή Λίμναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λίμναι + -μάχης (< μάχομαι), πρβλ. θηριο-μάχης, μονο-μάχης].