κορωνοβόλος
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
ον,
A shooting crows: κορωνοβόλον, τό, sling or bow for crow-shooting, etc., AP7.546.
Greek (Liddell-Scott)
κορωνοβόλος: -ον, ὁ βάλλων, κτυπῶν κορώνας· κορωνοβόλον, τό, σφενδόνη ἢ τόξον πρὸς τόξευσιν κορωνῶν κτλ., Ἀνθ. Π. 7. 546.
Greek Monolingual
κορωνοβόλος, -ον (Α)
το ουδ. ως ουσ. τὸ κορωνοβόλον
σφεντόνα ή τόξο για κουρούνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος, κεραυνο-βόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργ. σημ.].
Greek Monotonic
κορωνοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που χτυπά κοράκια· κορωνοβόλον, τό, σφενδόνα ή τόξο για το χτύπημα κορακιών κ.λπ., σε Ανθ.
Middle Liddell
κορωνο-βόλος, ον βάλλω
shooting crows: κορωνοβόλον, τό, a sling or bow for crow-shooting, Etc.; Anth.