λεοντώδης
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ες,
A lion-like, ἤθη Arist.Pol.1338b19; παῖς λ. τὴν φύσιν Plu.Alex.2; τὸ λ. the leonine element, Pl.R.590a, Plot.1.1.7; lionheartedness, Plu.Fab.1. Adv. -δῶς Posidon.15 J.
German (Pape)
[Seite 29] ες, = λεοντοειδής; Plat. Rep. IX, 590 a; Arist. pol. 8, 4; Plut. öfter. – Adv., Ath. IV, 152 a.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντώδης: -ες, = λεοντοειδής, ὅμοιος λέοντι, ἤθη Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 4, 2· ― τὸ λεοντῶδες, ἡ διάθεσις, τὸ πνεῦμα λέοντος, Πλάτ. Πολ. 590Β. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Ἀθήν. 152Α.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
c. λεοντοειδής ; τὸ λεοντῶδες PLUT nature de lion.
Étymologie: λέων, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (Α λεοντώδης, -ῶδες) λέων
αυτός που μοιάζει με λιοντάρι, λεοντοειδής («κύειν παῑδα θυμοειδῆ καὶ λεοντώδη τὴν φύσιν», Πλούτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λεοντῶδες
α) η φύση του λιονταριού («ἡ δ' αὐθάδεια καὶ δυσκολία ψέγεται οὐχ ὅταν τὸ λεοντῶδές τε καὶ ὀφεῶδες αὔξηται», Πλάτ.)
β) η γενναιότητα, η γενναιοψυχία («τὸ μεγαλόψυχον καὶ λεοντῶδες ἐν τῇ φύσει καθορῶντες αὐτοῦ», Πλούτ.). Επιρρ. λεοντωδῶς (Α)
σαν λιοντάρι.
Greek Monotonic
λεοντώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με λιοντάρι, σε Πλάτ., κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
λεοντώδης: подобный льву, львиный (ἤθη Arst.).