κτεανισμός
From LSJ
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
English (LSJ)
ὁ,
A getting wealth, Man.4.41 (pl.). (Fort. κτεατ-.)
German (Pape)
[Seite 1517] ὁ, Besitz, Man. 4, 41; man vermuthet κτεατισμός.
Greek Monolingual
κτεανισμός ή κτεατισμός, ὁ (Α)
απόκτηση πλούτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλη γρφ. του τ. κτεατισμός, η οποία οφείλεται σε επίδραση της λ. κτέανον.