μελανάετος
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ὁ,
A black eagle, Arist.HA618b28.
German (Pape)
[Seite 119] od. -αίετος, ὁ, der schwarze Adler, Arist. H. A. 9, 32.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνάετος: ὁ, ὁ μέλας ἀετός, πιθαν. ποικιλία τις τοῦ κοινοῦ ἀετοῦ (Falco fulvus), Ἀριστ. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 2, παρ’ Εὐσταθ. 1235, 44 μελαναίετος, ὁμοίως καὶ ἐν τοῖς εἰς Ἰλ. Ω 315 Σχολίοις.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
aigle ou faucon noir (falco fulvus L.), oiseau.
Étymologie: μέλας, ἀετός.
Greek Monolingual
μελανάετος, ὁ (Α)
μαύρος αετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ἀετός.
Russian (Dvoretsky)
μελανάετος: ὁ меланаэт, черный орел Arst.