πελαργιδεύς

From LSJ
Revision as of 08:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελαργῐδεύς Medium diacritics: πελαργιδεύς Low diacritics: πελαργιδεύς Capitals: ΠΕΛΑΡΓΙΔΕΥΣ
Transliteration A: pelargideús Transliteration B: pelargideus Transliteration C: pelargideys Beta Code: pelargideu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A young stork, Ar.Av.1356, Plu.2.992b.

German (Pape)

[Seite 549] ὁ, das Junge des Storches; Ar. Av. 1356; Plut. Gryll. 9.

Greek (Liddell-Scott)

πελαργῐδεύς: ὁ, ὁ νεοσσὸς πελαργοῦ, νεαρὸς πελαργός, ἐπὴν ὁ πατὴρ ὁ πελαργὸς ἐκπετησίμους πάντας ποιήσῃ τοὺς πελαργιδεῖς τρέφων, δεῖ τοὺς νεοττοὺς τὸν πατέρα πάλιν τρέφειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1356, Πλούτ. 2. 992Β.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
cigogneau.
Étymologie: πελαργός.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ο νεοσσός του πελαργού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελαργός + επίθημα -ιδεύς (πρβλ. αετ-ιδεύς, λυκ-ιδεύς)].

Greek Monotonic

πελαργῐδεύς: ὁ, μικρός πελαργός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πελαργῐδεύς: έως ὁ молодой аист, аистенок Arph., Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελαργιδεύς -έως, ὁ [πελαργός] jonge ooievaar.

Middle Liddell

πελαργῐδεύς, έως, ὁ,
a young stork, Ar.