Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσπιέζω

From LSJ
Revision as of 09:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπῐέζω Medium diacritics: προσπιέζω Low diacritics: προσπιέζω Capitals: ΠΡΟΣΠΙΕΖΩ
Transliteration A: prospiézō Transliteration B: prospiezō Transliteration C: prospiezo Beta Code: prospie/zw

English (LSJ)

also προσπερι-πῐεζέω Ph. ap. Eus.PE8.14:—

   A press besides, τι Hp.Acut.(Sp.) 59; press against, τοὺς ὀδόντας Archig. ap. Gal.12.860:—Pass., προσπεπιεσμένη tight, of a bandage, Heliod. ap. Orib.47.14.7.    2 π. τι πρός τι press to or upon, Arist.HA526a23:—Pass., Ph.2.400.

German (Pape)

[Seite 777] noch dazu drücken; Aesch. Ch. 299, l. d.; πρός τι, Arist. H. A. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προσπιέζω: μέλλ. -έσω, πιέζω προσέτι, τι Ἱππ. 406. 35˙ πρβλ. πιέζω ΙΙ. 1. ΙΙ. πρ. τι πρός τι, ἐπί τινος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 13˙ ― ὁ Φίλων ἔχει προσπιεζέω, 2. 637.

Greek Monolingual

και προσπιεζῶ, -έω, ΜΑ
(ιδίως σχετικά με επίδεσμο) δένω κάτι πολύ σφιχτά, συσφίγγω
αρχ.
1. πιέζω κάτι ακόμη πιο πολύ, συνθλίβω
2. πιέζω κάτι ολόγυρα
3. εξασκώ πίεση σε κάτι ή πάνω σε κάτι («κινοῡσι δὲ τὸ ἄνω μέρος... καὶ προσπιέζουσι πρὸς τὸ κάτω», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

προσπιέζω: прижимать, придавливать (τὸ ἄνω μέρος πρὸς τὸ κάτω Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-πιέζω samendrukken.