προσπιέζω

From LSJ
Revision as of 09:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπῐέζω Medium diacritics: προσπιέζω Low diacritics: προσπιέζω Capitals: ΠΡΟΣΠΙΕΖΩ
Transliteration A: prospiézō Transliteration B: prospiezō Transliteration C: prospiezo Beta Code: prospie/zw

English (LSJ)

also προσπερι-πῐεζέω Ph. ap. Eus.PE8.14:—

   A press besides, τι Hp.Acut.(Sp.) 59; press against, τοὺς ὀδόντας Archig. ap. Gal.12.860:—Pass., προσπεπιεσμένη tight, of a bandage, Heliod. ap. Orib.47.14.7.    2 π. τι πρός τι press to or upon, Arist.HA526a23:—Pass., Ph.2.400.

German (Pape)

[Seite 777] noch dazu drücken; Aesch. Ch. 299, l. d.; πρός τι, Arist. H. A. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προσπιέζω: μέλλ. -έσω, πιέζω προσέτι, τι Ἱππ. 406. 35˙ πρβλ. πιέζω ΙΙ. 1. ΙΙ. πρ. τι πρός τι, ἐπί τινος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 13˙ ― ὁ Φίλων ἔχει προσπιεζέω, 2. 637.

Greek Monolingual

και προσπιεζῶ, -έω, ΜΑ
(ιδίως σχετικά με επίδεσμο) δένω κάτι πολύ σφιχτά, συσφίγγω
αρχ.
1. πιέζω κάτι ακόμη πιο πολύ, συνθλίβω
2. πιέζω κάτι ολόγυρα
3. εξασκώ πίεση σε κάτι ή πάνω σε κάτι («κινοῡσι δὲ τὸ ἄνω μέρος... καὶ προσπιέζουσι πρὸς τὸ κάτω», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

προσπιέζω: прижимать, придавливать (τὸ ἄνω μέρος πρὸς τὸ κάτω Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-πιέζω samendrukken.