μονήμερος
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
ον,
A staying one day, καταλύτης LXX Wi.5.14. 2 living one day, ζῷον Ael.NA5.43. 3 lasting one day, κόλασις Supp.Epigr.4.648.22 (Lydia, ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 202] eintägig, nur einen Tag dauernd, ζῷον, Ael. N. A. 5, 43. S. μονοήμερος.
Greek (Liddell-Scott)
μονήμερος: -ον, ὁ διαρκῶν ἢ ζῶν ἐπὶ μίαν μόνην ἡμέραν, ζῷον Αἰλ. π. Ζ. 5. 43· πρβλ. μονοήμερος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne dure qu’un jour.
Étymologie: μόνος, ἡμέρα.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονήμερος, -ον)
βλ. μονοήμερος.