σκαμμωνία

From LSJ
Revision as of 12:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαμμωνία Medium diacritics: σκαμμωνία Low diacritics: σκαμμωνία Capitals: ΣΚΑΜΜΩΝΙΑ
Transliteration A: skammōnía Transliteration B: skammōnia Transliteration C: skammonia Beta Code: skammwni/a

English (LSJ)

(and σκαμωνία), ἡ,

   A scammony, Convolvulus, Scammonia, from the roots of which the purgative medicine Scammony is extracted, Eub.19, Arist.Pr.864a4, b13, Thphr.HP 4.5.1, 9.1.3, al., Dsc.4.170; also σκαμμώνιον, τό, Nic.Al.565; σκαμώνειον, Anon. Lond.37.19; cf. ἀσκαμωνία, κάμων. [σκᾰμωνία Eub. l.c.; the spelling with one μ is found also in Thphr.HP9.1.4 codd., 9.9.1 codd., Sor. 1.125, Hsch., and as v.l. in Dsc. l.c.; cf. σκαμώνειον; but σκαμμώνιον is corroborated by the metre in Nic. l.c.]

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰμμωνία: ἡ, φυτόν τι, «εἶδος βοτάνης» Ἡσύχ., Convolvulus Scammonia, ἐκ ῶν ῥιζῶν τοῦ ὁποίου παρεσκευάζετο φάρμακον καθαρτικόν, Εὔβουλ. ἐν «Γλαυκ.»1., Ἀριστ. Προβλ. 1. 41, 43, Θεόφρ. (Schneid Ind.), Διοσκ. 4. 171· - παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 578 εὑρίσκομεν σκαμμώνιον, τό· καὶ ἐν στίχ. 484 ἀπαντᾷ ποιητικὸς κατὰ φαινόμενον τύπος κάμων, -ωνος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
ονομασία φυτού κατά τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η σκαμμωνία και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή σήμερα περικοκλάδα ή περιπλοκάδα, από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την οποία παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ως δραστικό καθαρτικό, αλλ. σκαμμώνιο(ν).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης, η οποία εμφανίζει επίθημα -ωνία, που απαντά και σε άλλα ον. φυτών (πρβλ. μαδ-ωνία)].

Russian (Dvoretsky)

σκαμμωνία: ἡ бот. скаммония (Convolvulus scammonia L, разновидность вьюнка, сок которого употреблялся в качестве слабительного) Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαμμωνία -ας, ἡ, Ion. σκαμμωνίη winde (plant)

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: kind of scammony, Convulvulus scammonia (Eub., Arist.)
Other forms: Also ἀσκαμωνία (Gp.)
Derivatives: -ώνιον (Nic. Al. 565) juice of this plant, -νίτης οἶνος (Dsc., Plin.), also κάμων (Nic. Al. 484).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: To be rejected Carnoy REGr. 71, 99; on the formation Chantraine Form. 208. -- The variants prove a Pre-Greek word.
See also: (Not to κύμινον.)

Frisk Etymology German

σκαμμωνία: {skammōnía}
Grammar: f.
Meaning: Art Winde
Etymology : Abzulehnen Carnoy REGr. 71, 99; zur Bildung Chantraine Form. 208.
See also: s. κύμινον.
Page 2,717