ἀφηνιασμός
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
English (LSJ)
ὁ,
A refusal to obey the reins, Ph.1.311 (pl.): metaph., rebellion, ib.171, al.
German (Pape)
[Seite 410] ὁ, das Abstreifen des Zügels, Ungehorsam, Plut. Alex. fort. 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφηνιασμός: ὁ, ἐπανάστασις, Πλούτ. 2. 371Β· ὡσαύτως ἀφηνίᾰσις, ἡ, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
rébellion, révolte.
Étymologie: ἀφηνιάζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 de caballos resistencia a las riendas πρὸς σκιρτήσεις ... καὶ τοὺς συνεχεῖς ἀφηνιασμούς εἰσι μάστιγες Ph.1.311, cf. Plu.2.371b, 451d.
2 de pers. rebelión ὁπότε πλείων ἡ πρὸς τὰ ἐκτὸς ῥύμη καὶ φορὰ σὺν ἀφηνιασμῷ γίνοιτο Ph.1.171.
Greek Monolingual
ο (Α ἀφηνιασμός)
το να αφηνιάζει ένα άλογο, το να μην πειθαρχεί σε χαλινάρι
αρχ.
η ανταρσία.
Russian (Dvoretsky)
ἀφηνιασμός: ὁ тж. pl. сопротивление, тж. бунт Plut.