ἐκκομψεύομαι
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
Med.,
A set forth in fair terms, E.IA333 (but prob. εὖ κεκόμψευσαι).
German (Pape)
[Seite 764] sehr witzig sein, s. simplex, Eur. I. A. 333.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκομψεύομαι: μέσ., λέγω ἢ προτείνω τι μετὰ κομψότητος, Εὐρ. Ι. Α. 333, ἔνθα ὁ Ruhnk. προτείνει εὖ κεκόμψευσαι καὶ ἄλλοι ἄλλα, πρβλ. κομψεύω.
French (Bailly abrégé)
pf. 2ᵉ sg. ἐκκεκόμψευσαι;
exprimer avec grâce ou éloquence.
Étymologie: ἐκ, κομψεύω.
Greek Monolingual
ἐκκομψεύομαι (Α)
μιλώ με ωραίες εκφράσεις.
Greek Monotonic
ἐκκομψεύομαι: Μέσ., εκθέτω, παρουσιάζω, εκφράζομαι με κομψό τρόπο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκομψεύομαι: красноречиво говорить: ἐκκεκόμψευσαι (v. l. εὖ κεκόμψευσαι) Eur. ты складно сказал, т. е. все это только пышные слова.