συγκαταδιώκω

From LSJ
Revision as of 13:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταδῐώκω Medium diacritics: συγκαταδιώκω Low diacritics: συγκαταδιώκω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΔΙΩΚΩ
Transliteration A: synkatadiṓkō Transliteration B: synkatadiōkō Transliteration C: sygkatadioko Beta Code: sugkatadiw/kw

English (LSJ)

   A pursue with or together, Th.8.28 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 964] zusammen verfolgen, τὰς ναῦς ξυγκαταδιωχθείσας, Thuc. 8, 28.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταδιώκω: καταδιώκω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Θουκ. 8. 28, ἐν τῷ παθ.

French (Bailly abrégé)

poursuivre ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, κατά, διώκω.

Greek Monolingual

Α
καταδιώκω με κάποιον.

Greek Monotonic

συγκαταδιώκω: μέλ. -ξω, καταδιώκω μαζί ή από κοινού, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταδιώκω: вместе преследовать (αἱ ναῦς ξυνκαταδιωχθεῖσαι Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκαταδιώκω, Att. ook ξυγκαταδιώκω, samen tot in de haven achtervolgen.

Middle Liddell

fut. ξω
to pursue with or together, Thuc.