συνακόλουθος

From LSJ
Revision as of 13:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰκόλουθος Medium diacritics: συνακόλουθος Low diacritics: συνακόλουθος Capitals: ΣΥΝΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Transliteration A: synakólouthos Transliteration B: synakolouthos Transliteration C: synakolouthos Beta Code: sunako/louqos

English (LSJ)

ον,

   A coupled with, Arist. Rh.Al.1435b2.

German (Pape)

[Seite 998] mitfolgend, begleitend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰκόλουθος: -ον, ὁ συνακολουθῶν, συνοδεύων τινά, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 26, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / συνακόλουθος, -ον, ΝΜΑ ἀκόλουθος
νεοελλ.
1. επακόλουθος, παρεπόμενος, αυτός που ακολουθεί κατά λογική αναγκαιότητα
2. συνεπής, σύμφωνος προς τον εαυτό του
3. το ουδ. ως ουσ. το συνακόλουθο
το ακολούθημα, το επακόλουθο, η συνέπεια («η στάση του είναι συνακόλουθο τών αντιλήψεών του»)
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει στη συνοδεία κάποιου.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰκόλουθος: сопутствующий Arst.