φασγανουργός

From LSJ
Revision as of 13:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φασγανουργός Medium diacritics: φασγανουργός Low diacritics: φασγανουργός Capitals: ΦΑΣΓΑΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: phasganourgós Transliteration B: phasganourgos Transliteration C: fasganourgos Beta Code: fasganourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A forging swords, Αἶσα A.Ch.647 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1257] Messer, Dolche, Schwerter verfertigend, Αἶσα Aesch. Ch. 637.

Greek (Liddell-Scott)

φασγᾰνουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων ξίφη, Αἶσα Αἰσχύλ. Χο. 647.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de coutelas, armurier.
Étymologie: φάσγανον, ἔργον.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που κατασκευάζει φάσγανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάσγανον «ξίφος» + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].

Greek Monotonic

φασγᾰνουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που κατασκευάζει ξίφη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φασγᾰνουργός: кующий меч(и) (Αἶσα Aesch.).

Middle Liddell

φασγᾰν-ουργός, όν [*ἔργω
forging swords, Aesch.