φυλαρχία

From LSJ
Revision as of 13:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Βραδὺς πρὸς ὀργὴν ἐγκρατὴς φέρειν γενοῦ → Ad iram tardus devita impotentiam → Sei zögerlich im Zorn, ertrage ihn mit Macht

Menander, Monostichoi, 60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡλαρχία Medium diacritics: φυλαρχία Low diacritics: φυλαρχία Capitals: ΦΥΛΑΡΧΙΑ
Transliteration A: phylarchía Transliteration B: phylarchia Transliteration C: fylarchia Beta Code: fularxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A office of φύλαρχος, Arist.Pol.1322b5 (pl.), Com.Adesp.25.4 D. (pl.).

German (Pape)

[Seite 1314] ἡ, das Amt des φυλάρχης, Arist. pol. 6, 8.

Greek (Liddell-Scott)

φῡλαρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ φυλάρχου, Ἀριστοτ. Πολιτικ. 6. 8, 15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
charge de φύλαρχος.

Greek Monolingual

ἡ, Α φύλαρχος
1. (στην Αθήνα) το αξίωμα του φυλάρχου, του διοικητή του ιππικού κάθε φυλής
2. (κατά τον Ησύχ.) «πομπή τις».

Greek Monotonic

φῡλαρχία: ἡ, το αξίωμα του φυλάρχου, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

φῡλαρχία: ἡ должность или звание филарха Arst.

Middle Liddell

φῡλαρχία, ἡ,
the office of φύλαρχος, Arist. [from φύλαρχος