παραδοξολόγος
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
English (LSJ)
ὁ,
A narrator of marvels, Gal.1.55, al., D.L.8.72.
German (Pape)
[Seite 477] von wunderbaren, unerwarteten Dingen redend, erzählend; D. L. 8, 72; Galen.
Greek (Liddell-Scott)
παραδοξολόγος: -ον, ὁ παράδοξα λέγων, Διογ. Λ. 8. 72, Γαλην. τ. 2, σ. 356, 14, 461, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui raconte des choses incroyables ou extraordinaires.
Étymologie: παράδοξος, λέγω³.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που αφηγείται απίθανες ιστορίες
αρχ.
αυτός που αφηγείται θαυμαστά, εκπληκτικά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδοξα + -λόγος].
Greek Monotonic
παραδοξολόγος: -ον (λέγω), αυτός που λέει παράδοξα, ανορθόδοξα, πρωτάκουστα πράγματα.
Russian (Dvoretsky)
παραδοξολόγος: рассказывающий о диковинных вещах Diog. L.