προικίδιος
From LSJ
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
English (LSJ)
α, ον,
A forming a dowry, κλῆροι Ph.2.291; θεράπαιναι ib.443.
German (Pape)
[Seite 725] = προίκειος, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
προικίδιος: -α, -ον, = προίκειος, προικῷος, Φίλων 2. 443.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
προικώος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + επίθημα -ίδιος (πρβλ. νυμφ-ίδιος)].