προσβοηθέω

From LSJ
Revision as of 14:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσβοηθέω Medium diacritics: προσβοηθέω Low diacritics: προσβοηθέω Capitals: ΠΡΟΣΒΟΗΘΕΩ
Transliteration A: prosboēthéō Transliteration B: prosboētheō Transliteration C: prosvoitheo Beta Code: prosbohqe/w

English (LSJ)

Ion. προσ-βωθέω,

   A come to aid, abs., ναυσὶ π. Th.2.25, cf. 6.66, 69, etc.; δέκα ναυσὶν ἐκ τῶν Ἀθηνῶν with ten ships... Id.8.23; στρατιᾷ καὶ ἵπποις v.l. in X.HG1.3.5; προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην v.l. in Hdt.8.144; οἷ αὐτοῖς ὁ στρατὸς προσεβεβοηθήκει Th.1.50.

German (Pape)

[Seite 754] ion. προσβωθέω, zur Hülfe herbeieilen, zu Hülfe kommen; προσβωθῆσαι εἰς Βοιωτίην, Her. 8, 144; τινί, Thuc. 6, 66. 69 u. öfter; Xen. Cyr. 1, 4, 19; Pol. 2, 67, 6; εἰς τὴν Ῥώμην, 2, 24, 5.

Greek (Liddell-Scott)

προσβοηθέω: Ἰων. -βωθέω, ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, ἔρχομαι φέρων βοήθειαν, ἀπολ., Θουκ. 2. 25., 6. 66, 69, κτλ.· δέκα ναυσὶν ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ὁ αὐτ. 8. 23· στρατιᾷ καὶ ἵπποις Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 5· προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Ἡρόδ. 8. 144· οἷ αὐτοῖς ὁ στρατὸς προσβεβοηθήκει Θουκ. 1. 50.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
venir au secours de, dat. ou εἰς et l’acc..
Étymologie: πρός, βοηθέω.

Greek Monotonic

προσβοηθέω: Ιων. -βωθέω, μέλ. -ήσω, έρχομαι να βοηθήσω, έρχομαι να συντρέξω, προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-βοηθέω, Ion. inf. aor. προςβωθῆσαι, te hulp komen, met dat.

Russian (Dvoretsky)

προσβοηθέω: ион. προσβωθέω приходить на помощь, спешить на выручку (εἰς Βοιωτίην Her.; τινι Thuc., Plut.): ἡ πολλὴ στρατιὰ προσεβεβοηθήκει Thuc. большое войско прибыло на помощь.

Middle Liddell

ionic -βωθέω fut. ήσω
to come to aid, come up with succour, προσβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Hdt.: absol., Thuc.