Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετράτρυφος

From LSJ
Revision as of 14:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράτρῠφος Medium diacritics: τετράτρυφος Low diacritics: τετράτρυφος Capitals: ΤΕΤΡΑΤΡΥΦΟΣ
Transliteration A: tetrátryphos Transliteration B: tetratryphos Transliteration C: tetratryfos Beta Code: tetra/trufos

English (LSJ)

ον, (θρύπτω)

   A broken into four pieces, Hes.Op.442; cf. ὀκτάβλωμος.

German (Pape)

[Seite 1099] in vier Stücke gebrochen, od. was in vier Stücke gebrochen werden kann, ἄρτος, Hes. O. 444.

Greek (Liddell-Scott)

τετράτρῠφος: -ον, (θρύπω) κεκλασμένος εἰς τέσσαρα μέρη, ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον, «τετράκλαστον» (Πρόκλος), «τέσσαρα κλάσαματα ἔχοντα σταυροειδῶς» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440, πρβλ. ὀκτάβλωμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on peut rompre en quatre.
Étymologie: τέσσαρες, θρύπτω.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο τεμαχισμένος σε τέσσερα μέρη («ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + τρύφος «θρύμμα, κομμάτι» (< θρύπτω)].

Greek Monotonic

τετράτρῠφος: -ον (θρύπτω), σπασμένος σε τέσσερα κομμάτια, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

τετράτρῠφος: разломанный на четыре куска Hes.

Middle Liddell

τετρά-τρῠφος, ον, θρύπτω
broken into four pieces, Hes.