ἀγχιβαθής
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
ές,
A deep inshore, θάλασσα Od.5.413, cf. Pl.Criti.111a; τὰ ἀ. Arist.Pr.935a2, cf. Ph.Bel.95.20, Parth.26.2, Plu.2.667c; ἀκταί Arist.HA548b28; λιμήν Str.17.1.6, cf. 5.2.5, Dion.Byz.6, al. 2 of persons, standing deep in water, Nonn. D.10.166.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
voisin du fond, profond.
Étymologie: ἄγχι, βάθος.
English (Autenrieth)
(βάθος): deep near the shore, Od. 5.413†.
Spanish (DGE)
(ἀγχῐβᾰθής) -ές
1 profundo junto a la costa θάλασσα Od.5.413, Parth.26.2, Dion.Byz.6, cf. Pl.Criti.111a, λιμήν Str.17.1.6, λιμένες Str.5.2.5, στόμα λίμνης A.R.4.1572
•invadeable (ὁ τῆς χάριτος ποταμός) διαβατὸς τοῖς εὐσεβέσι, τοῖς δὲ βεβήλοις ἀγχιβαθής Gr.Nyss.M.46.420D
•subst. τὰ ἀ. zonas profundas de mar junto a la costa τἀγχιβαθῆ ἁλμυρά ἐστι Arist.Pr.935a2, τὰ παρὰ τὴν χέρσον ἐστὶν ἀ. Plb.4.41.6, tb. αἱ ἀγχιβαθεῖς Mnesith.Ath.38.50.
2 escarpado, que cae junto a un mar profundo τόποι καθαροὶ καὶ ἀγχιβαθεῖς Plu.2.667c, ἀγχιβαθεῖς τόποι τῶν τειχῶν Ph.Bel.95.20.
3 de pers. que está en agua, metido en agua bastante profunda ἰσχία βάπτων ἀ. Nonn.D.10.166, cf. 15.3 (cód. ἀγχιβαφής)
•de esponjas, Arist.HA 548b28.
Greek Monotonic
ἀγχιβᾰθής: αυτός που είναι βαθύς μέχρι την ακτή, λέγεται για τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχῐβᾰθής: глубокий у берегов (θάλασσα Hom.; τῆς θαλάττης ἀγγεῖον Plat.; τόποι φάραγγες Plut.).